- σφαιροειδώς
- σφαιροειδῶς ΝΜΑεπίρρ. βλ. σφαιροειδής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφαιροειδῶς — σφαιροειδής globular adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαιροειδής — ές, ΝΜΑ 1. αυτός που μοιάζει με σφαίρα, σφαιρικός, στρογγυλός («διὸ δὴ καὶ σφαιροειδὲς... καὶ κυκλοτερὲς [τὸ σχῆμα τοῡ κόσμου] ἐτορνεύσατο», Πλάτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το σφαιροειδές στερεό τού οποίου το σχήμα ελάχιστα διαφέρει από το σχήμα τής… … Dictionary of Greek